Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Κάποιοι... μας δουλεύουν!: ΑΝΤΡΟΝ ΤΕΧΝΗΣ

Κάποιοι... μας δουλεύουν!: ΑΝΤΡΟΝ ΤΕΧΝΗΣ


Παρουσίαση της διακόσμησης του ταβανιού στο σαλόνι της κατοικίας μου:
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΟΧΕΣ
Οι τέσσερις εποχές είναι μια καλλιτεχνική δημιουργία για τη διακόσμηση της οροφής του σαλονιού της κατοικίας μου.
Ζωγραφίστηκε σε μουσαμά και επικολλήθηκε.
Είναι 4 κομμάτια, όσες κι οι εποχές.
Κάθε κομάτι έχει διαστάσεις 1,40 Χ 2,40 μέτρα.
Πάντα μου άρεσε να ζωγραφίζω και να δημιουργώ πράγματα με τα χέρια και τη φαντασία. Μου άρεσε να γράφω, να κάνω διάφορες κατασκευές και να φαντάζομαι τον κόσμο ομορφότερο.


        

ΠΕΡΙΣΣΌΤΕΡΑ ....ΕΔΩ!!!

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Ο ΧΙΟΝΟΠΟΛΕΜΟΣ

Διαβάστε το προηγούμενο: ΟΙ ΚΛΟΤΣΙΕΣ


Ο ΧΙΟΝΟΠΟΛΕΜΟΣ
Όταν χιονίζει όλοι λίγο πολύ συνηθίζουν να φτιάχνουν χιονόμπαλες και να τις πετούν ο ένας στον άλλον, μάλλον ως  …”φιλοφρόνηση”   κι όχι ως  …επίθεση.
Στη Μελίβοια όταν χιόνιζε γινόταν πόλεμος! Αληθινός πόλεμος!

Μια χρονιά, δεν πρέπει να πήγαινα σχολείο ακόμα, χιόνιζε για αρκετές μέρες. Κόντεβε βδομάδα! Είχε ξεπεράσει το μισό μέτρο, σίγουρα!  Πρέπει να ήταν εξήντα ή εβδομήντα εκαταστά του μέτρου.
Άνθρωποι και ζώα κλειστήκαμε μέσα για μέρες.

Κάποτε σταμάτησε να χιονίζει αλλά η παγωνιά ήταν αβάσταχτη. Περιμέναμε να μαλακώσει ο καιρός να βγάλει ήλιο, για να αρχίσει να το λιώνει.

Οταν το χιόνι είναι “φρέσκο” ή παγωμένο σαν άχνη δεν κάνει για χιονοπόλεμο. Δε φτειάχνει καλές μπάλες! Γίνονται ανάλαφρες και δεν εκσφενδονίζονται μακριά, διαλύονται στον αέρα. Τις καλές μπάλες τις φτειάχνει το χιόνι που έχει μαλακώσει και ξεκίνησε η διαδικασία της τήξης. Τοτε …”ζυμώνεται”! Πλάθεται σαν να είναι λάσπη! Σκέτος πηλός! …και φτειάχνει κάτι μπάλες σφιχτές και σκληρές σαν κοτρώνες!
Σ’ αυτή τη φάση το χιόνι ειναι κατάλληλο για χιονοπόλεμο.

Τις επόμενες μέρες ο καιρός μαλάκωσε αρκετά. Φύσηξε νοτιάς , και παρόλομπου είχε συννεφιά, το χιόνι άρχισε να σιγολιώνει. Ύστερα έβγαλε κι ήλιο.

Κάποιο μεσημέρι, λίγο μετά τις δώδεκα,  τα παιδιά του σχολείου είχαν σχολάσει και πήγαιναν στα σπίτια τους. Ναι, μην παραξενεύεστε! …σχόλασαν, διότι  θα πήγαιναν ξανά το απόγευμα μετά τις τέσσερις. Έτσι γίνονταν τότε.  Οι μαθητές είχαν μάθημα πρωί κι απόγευμα, εκτός από την Τετάρτη και το Σάββατο.

Από το σπίτι μου είδα απέναντι στα μαγαζιά και στου Παρπαγατζή μερικές ομάδες να ανταλλάζουν χιονόμπαλες.  Δε βαριέσαι! …ψιλοπράματα!  Αυτό δεν ήταν χιονοπόλεμος ! Ήταν χαριεντισμοί!

Και ξάφνου μες στην μεσημεριανή ησυχία ακούστηκε η ιαχή του πολέμου:
- ΑΕΡΑΑΑΑΑ!!!  Αέρα στα Ακατνάρια!

Έστριψα και κοίταξα αριστερά μου, ψηλά στα Μπαϊρια.  Τρεις τέσσερις –κι όσο πήγαινε πλήθαιναν-  σκούρες φιγούρες έτρεχαν μες στα χιόνια, σήκωναν τα χέρια φωνάζοντας κι έκαναν τούμπες στο χιόνι.

- ΑΕΡΑΑΑΑΑ!  …αυτή τη φορά ακούστηκε από τη μεριά της Αλευριάς, κάπου εκεί στου Μούμου και του Κοζάκη τα πλάγια.

Σε λίγο οι ιαχές πλήθαιναν! Στου Ζιάκα το μπαϊρι και πιο πάνω στου Κουβαρά είδα παιδιά να ανηφορίζουν. Τραβούσαν κατά τα Βλαχαίικα. Την ίδια στιγμή άλλοι ακούστηκαν να φωνάζουν  ΑΕΡΑ   πιο πάνω από το σπίτι μου κοντά στου Μιχάλη του Φόρου,  κι ανέβαιναν προς τον Αγιοθωμά, άλλοι από την πλαγιά του Τιλιλή κι άλλοι από το σοκάκι του Φυτιλή και του Ευσταθίου.

Δεν ξέρω αν είχαν συνενοηθεί  από πριν στο σχολείο ή   ήταν αρκετό το κάλεσμα  της  κραυγής που ακούστηκε από τα Μπαϊρια της Γκορτσιάς. Εκείνο που ξέρω είναι πως δεκάδες παιδιά ανηφόρισαν από όλα τα σοκάκια  και συγκεντρώθηκαν στον Αγιοθωμά σε χρόνο μικρότερο από το ένα τέταρτο της ώρας.
Το ίδιο έγινε κι από την άλλη μεριά. Τα κάτασπρα από χιόνι πλάγια, μαύρισαν τώρα  από παιδιά!
Από του Ριζούλα το σπίτι  ανηφόριζαν προς του Σφήνιου κι ύστερα  στου Καλαθά και στα Μπαϊρια.
Γέμισαν τα Μπαϊρια! Τσούρμο ολόκληρο τα Απανάρια, εκατό ή εκατόν είκοσι παιδιά. Άλλα τόσα  από την άλλη μεριά  τα Ακατνάρια.

Βλέποντας  όλα αυτά τα παιδιά να ανηφορίζουν φωνάζοντας  ΑΕΡΑ, ενθουσιάστηκα!  Ξύπνησε μέσα μου ο ήρωας.  Κοίταξα ολόγυρα κι αφού διαπίστωασα πως κανένας από τους δικούς μου δε με έβλεπε, ούτε η γιαγιά ούτε τ’ αδέρφια μου,  τόσκασα κι άρχισα να ανηφορίζω προς τον Αγιοθωμά. Τέτοιο πανηγύρι δεν ήθελα να το χάσω.

Οι δυνάμεις παρατάχτηκαν δεξιά κι αριστερά από το ρέμα που βρίσκεται πλάι στον Αγιοθωμά.  Άρχισαν να ετοιμάζουν τα πολεμοφόδια. Έφτειαχναν μπάλες (σβώλια τα λέγαμε εμείς τότε) και τις στοίβαζαν  μπροστά τους, ο καθένας στη θέση του, αυτή που διάλεξε για να πολεμήσει.

Στην αρχή πετούσαν τις μπάλες από μακριά.  Σημάδευαν κάποιον και προσπαθούσαν να τον πετύχουν.  Μερικοί έπαιρναν δυο τρεις μπάλες στις τσέπες και προχωρούσαν πιο κοντά στον αντίπαλο. Το ίδιο έκαναν κι από την άλλη μεριά. Αυτές οι  κινήσεις ήταν  κάτι σαν δόλομα, παραπλανητικές.  Προσπαθούσαν κι οι δυο  να παρασύρουν τον αντίπαλο μέχρι να τον απαμακρύνουν από τους συντρόφους  του, να τον ξεμοναχιάσουν, και να πέσουν όλοι επάνω του.

Όταν το κατόρθωναν επακολουθούσε το “λούσιμο”. Λούσιμο λέγαμε το πασάλειμα με χιόνι. Έριχναν κάτω το αντίπαλο και του έτριβαν χιόνι στη μούρη. Του γέμιζαν το σβέρκο και τον κόρφο. Μέχρι και στα παντελόνια του βάζανε χιόνι.

Είχα κουρνιάσει στην πόρτα του Αγιοθωμά και παρατηρούσα. Κάπου κάπου τολμούσα να ανέβω μέχρι το λοφίσκο που είναι πλάι στην εκκλησία κι από κει να παρατηρώ τις πολεμικές επιχειρήσεις.

Ο ήλιος του μεσημεριού  -ας ήταν χειμωνιάτικος- έλαμπε  κι έτρωγε λαίμαργα με τις ακτίνες του το χιόνι . Όσο περνούσε η ώρα το νερό στο ρέμα αβγάτιζε. Γινόταν ορμητικός χείμαρος και εμπόδιζε την άνετη πρόσβαση  και το πέρασμα στην αντίπερα όχθη. Μόνο πατώντας πάνω σε πέτρες, που ήταν διάσπαρτες στην κοίτη του ρέματος, μπορούσες να περάσεις απέναντι. Χρειαζόταν μεγάλο άλμα κι ισορροπία.
Ο ήλιος έλαμπε και τύφλωνε τα μάτια. Το κρύο , όμως, ήταν τσουχτερό! Όταν λιώνει το χιόνι το κρύο σε διαπερνά και φτάνει ως το κόκκαλο. Είχα αρχίσει από ώρα να τουρτουρίζω κι ένιωθα τα πόδια μου να παγώνουν, …αλλά δεν ήθελα να φύγω. Όχι! Τέτοια εμπειρία δεν ήθελα να τη χάσω!

Οι ομάδες , τα Ακατνάρια και τα Απανάρια, ήταν ακόμα παραταγμένες η μια απέναντι στην άλλη με διαχωριστική γραμμή το ρέμα. Αυτή η αντικρυστή παράταξη δεν θα βαστούσε για πολύ. Οι αρχηγοί των ομάδων ετοιμάζονταν να κάνουν γιουρούσι. Για να κάμεις γιουρούσι χρειαζόταν τόλμη, γρήγορο τρέξιμο και δύναμη. Έπρεπε σε κάποια στιγμή που οι αντίπαλοι δεν το περίμεναν να ορμήσεις αιφνιδιαστικά αψηφώντας τις βολές των αντιπάλων, να σπάσεις τη γραμμή του μετώπου παρασύροντας και ρίχνοντας κάτω όσους συναντούσες, να  περάσεις στο εχθρικό έδαφος  έτσι ώστε να βρεθείς στα νώτα του αντιπάλου. Και, φυσικά, χωρίς να σε πιάσουν! Αυτό δεν μπορούσε να το κάμει ο καθένας. Μόνο ο Μήτσιος της Λίαινας ,  ο Σταύρος ο Ποτός, ο Σταύρος του Θύμιου (Ευθυμίου) ή ο Αλέξης ο Μασούρας είχαν το θάρρος να το αποτολμήσουν.
Όλοι αυτοί είναι πολύ μεγαλύτεροι από μένα. Εγώ, όπως είπα, δεν πήγαινα ακόμα σχολείο και δεν τους ήξερα από κοντά. Είχα ακουστά, όμως, για όλους. Ήταν κατά κάποιο τρόπο οι ήρωες  των παιδικών μας χρόνων. Όταν πήγα στην πρώτη τάξη , μερικούς από αυτούς τους πρόλαβα να είναι στην πέμπτη ή να τελειώνουν. Ναι, θυμάμαι ακόμα το Σταύρη τον Ποτό  την ημέρα που πηγαίναμε για τα ενδεικτικά, τελειώνοντας εγώ την πρώτη τάξη κι εκείνος το δημοτικό, να με πειράζει (στη Μεγάλη Βρύση καθώς πηγαίναμε για το σχολείο) και να μου λέει πως …ξέρει , τάχα το έμαθε από τη δασκάλα, πως θα ρίξω “κανόνι”. ‘Ετσι λέγαμε για όποιον έμενε στην ίδια τάξη : έριξε κανόνι! Θυμάμαι ακόμα τον -φίλο μου και κουμπάρο- Σταύρο Μούμο να φωνάζει στα διαλείμματα το μπάρμπα-Σταύρη να τον προστατέψει. Τον είχε θείο ο Μούμος!

Ο Μήτσιος της Λίαινας έμεινε πιο πάνω από το σπίτι μας. Δυνατό παιδί και σκληραγωγημένο. Τα έβγαζε πέρα σε όλα όσα καταπιάνονταν παρόλο που το ένα χέρι του …είχε ελάττωμα. Το είχε σπάσει.  Ανέβηκε στην τζιρνικιά μας να κλέψει τζινιρίκια, αλλά καθώς, ξαφνικά, άνοιξε η πόρτα του μαγειριού μας και βγήκε η γιαγιά μου, τρόμαξε, πανικοβλήθηκε, πήδησε απρόσεκτα  από τη τζιρνικιά ….κι έσπασε το χέρι.  Εκείνα τα χρόνια δεν πήγαιναν σε ορθοπεδικούς όταν έσπαζαν χέρια και πόδια. Πήγαιναν στη θεια την Κατερίνη Μπεϊνού τη μαμή.  Φαίνεται πως η θεια δεν του το έβαλε καλά, και του έμεινε στραβό. 

Τα Απανάρια είχαν για αργηγό και παλληκαρά το Λάκη τον Γκαντέμη. Τότε δεν τον ήξερα. Το όνομα μόνο άκουγα. Τον είδα από κοντά χρόνια αργότερα.
Ήταν επίσης κι  ένας Γουργιώτης, του Λιόλιου , νομίζω. Κι αυτός παράτολμος και δυνατός.

Το γουρούσι έγινε από τη μεριά μας. Τα  Ακατνάρια  με επικεφαλής κάποιον από αυτούς που ανέφερα, όρμησαν αιφνιδιαστικά κάποια στιγμή, πέρασαν -καμιά δεκαπενταριά-  ανάμεσά τους, τους παρέσυραν, τους σβάρνισαν , τους διέλυσαν και βρέθηκαν στα νώτα τους. Τα Απανάρια βρέθηκαν στη μέση από δυο ομάδες να δέχονται από παντού μπαλιές. Βλέποντάς τους να τα έχουν χαμένα, ξεσπάθωσαν ακόμα κι οι αδύναμοι και δειλοί. Έτρεχαν με ορμή κι ενθουσιασμό φωνάζοντας ΑΕΡΑ!!!
-Αέρα στ’ Απανάρια! Λούστε τους!
Αφού μέχρι κι εγώ ξεκούρνιασα από την πόρτα του  Αγιοθωμά , όπου πάλι είχα καταφύγει , κι άρχισα να τρέχω προς το ρέμα.
Είδα κι έπαθα να περάσω απέναντι. Τα παπούτσια μου γέμισαν νερό. Έφαγα και μια τούμπα, χτύπησα στα γόνατα αλλά δεν το έβαλα κάτω.

Μουσκεμένος και χτυπημένος –μισοκούτσαινα- έτρεχα μαζί με τους άλλους στην πλαγιά που είναι απέναντι από τον Αγιοθωμά, εκεί που τώρα έχει σπίτι ο Θόδωρος του Σουσού –τότε δεν υπήρχε γιατί πολύ αργότερα κτίστηκε-  και κατευθυνόμουν προς τα Μπαϊρια. Ήδη οι πρώτοι είχαν φτάσει στα Μπαϊρια και πλησίαζαν τα πρώτα σπίτια της Γκορτσιάς. 

Ξαφνικά, όμως έγινε το ανεπάντεχο: Τα Απανάρια έκαμαν αντεπίθεση!
Τα Ακατνάρια άρχισαν να υποχωρούν. Περνούσαν δίπλα μου τρέχοντας και με αφήναν μόνο ανυπεράσπιστο στο εχθρό. Είχα φτάσει μέχρι την πηγή, μια βρύση στην άκρη της ράχης, εκεί που αρχίζουν τα πλάϊα, από όπου έπαιρνε νερό τότε ο μαχαλάς της Γκορτσιάς. Δεν ήταν εύκολο να γυρίσω πίσω! Τα ‘χασα!   Στο μέρος αυτό το χιόνι δεν είχε λιώσει καθόλου. Είχε μάλιστα κάτι ανεμοσούρια  με μεγάλο βάθος. Βούλιαξα!!

Και τότε είδα μια ομάδα να έρχεται καταπάνω μου.
-Λούστε τον! Ακατνάρι είναι! Λούστε τον, φώναζε κάποιος!
-Πάνου τ’ , πάνου τ’,  ούρλιαξε κάποιος άλλος κι ώρμησαν.

Θα με είχαν λούσει, αλλά ευτυχώς βρέθηκαν οι Γκουνταραίοι: ο Νικόλας κι ο Οδυσσέας. Ήμασταν συγγενείς από το σόι του πατέρα μου και με γνώριζαν.  Αυτοί με έσωσαν.

Τρέμοντας από το φόβο μου, με δάκρυα στα μάτια και την αντηλιά να με θαμπώνει, κατηφόρησα στην πλαγιά,  αλλού πατώντας κι αλλού πέφτοντας κι έφτασα , κατρακυλώντας σχεδόν, στο ίσιωμα του Ντουκούζα –κάπου εκεί που αργότερα έκτισε ο Τσιαούσης- κι ύστερα κατευθεία  κάτω στο ρέμα του Κουβαρά. 
Όταν έφτασα  στο σπίτι μου, τα πόδια μου ήταν ξεπαγιασμένα. Τελείως ξερά κι αναίσθητα. Πήγα να τα ζεστάνω στη φωτιά!  Ευτυχώς όμως βρέθηκε η γιαγιά μου  και μου τα ξεπάγωσε με χλιαρό νερό που έβαλε σε μια λεκάνη. Έτσι γλίτωσα τα κρυοπαγήματα αλλά το κρυολόγημα και τη γρίπη δεν τη γλίτωσα. Δυο βδομάδες έκαμα να συνέλθω με βήχα και σαράντα πυρετό.

ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ: ΟΙ ΚΛΟΤΣΙΕΣ

(ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ  Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΜΕ ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ)

ΟΙ ΚΛΟΤΣΙΕΣ


Διαβάστε το προηγούμενο: ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ

ΟΙ ΚΛΟΤΣΙΕΣ

Περιμέναμε  ανυπόμονα το χτύπημα του κουδουνιού για το διάλειμμα.  Με τα μάτια συνεννοούμασταν, στέλνοντας σήματα και νοήματα προς όλες  τις κατευθύνσεις.
Το πολεμικό σχέδιο ήταν ήδη έτοιμο για την επόμενη  σύρραξη που θα λάμβανε χώρα αμέσως μετά την έξοδο από την αίθουσα. Πολλές φορές ακόμα και πριν σηκωθούμε από το θρνίο. Ναι! Κάποιοι είχαν την εοιμότητα να ρίχνουν κάτι μουλοχτές κλοτσιές  πριν προλάβεις να πεις κίμινο.
Κλοτσιές, λοιπόν! Κλοτσιές! Αυτό ήταν το όνομα του παιχνιδού μας.
Το πιο δημοφιλές παιχνίδι στο σχολείο μας εκείνη την εποχή. Δεκαετία του 1950! Ωραία χρόνια, ηρωικά ! Χρόνια γεμάτα  φτώχια και παλληκαριά, ανέχεια και λεβεντιά! Ναι, η ανέχεια δεν ήταν ντροπή Ντροπή ήταν ο φόβος, η δειλεία  η λιποταξία κι η έλλεψη παλληκαριάς … με όποια σημασία  κι αν την εννοεί κανείς.

Μόλις χτυπούσε το κουδούνι  σκοτωνόμασταν να βγούμε έξω τρέχοντας και παρασύροντας τα πάντα και τους πάντες στο πέρασμά μας. Σκοπός μας ήταν να πιάσουμε τις καλές θέσεις! Θέσεις κατάλληλες να αντιμετωπίσουμε τον…εχθρό! Και τέτοιες θέσεις ήταν αυτές που σου επέτρεπαν να έχεις έναν τοίχο στο αριστερό σου χέρι, για να στηρίζεσαι αλλά και για να έχεις φυλαγμένα τα νώτα, κι ελεύθερο το δεξί σου πόδι για να κλοτσάς. Αυτή  (η στάση) ήταν  κυρίως στάση άμυνας.  Η επίθεση γινόταν  αλλιώς!
Στη θέση άμυνας -για να καταλάβετε- ακουμπούσαμε το αριστερό μας χέρι σε ένα στήριγμα (κυρίως τοίχο) και σηκώναμε το δεξί πόδι όπως το σηκώνει ο σκύλος όταν θέλει να κατουρίσει πλάι σε έναν τοίχο ή κολώνα. Το πόδι έμενε εκεί μετέωρο, αλλά σε ετοιμότητα, περιμένοντας να αποκρούσει ενδεχόμενη επίθεση του αντιπάλου.
Με το μάτι μας παρακολοθούσαμε κάθε κίνηση του αντιπάλου και μόλις  βλέπαμε το πόδι του  να κατευθύνεται προς το σώμα μας τον αποκρούαμε χτυπώντας τον στο  καλάμι (κνήμη)! Το χτύπημα δινόταν πλάγια (ως προς το σώμα μας) με τη ακμή του πέλματος ή με ολόκληλο το πέλμα κι όχι με την μύτη του παπουτσιού.
Με τη μύτη του παπουτσιού ή  με το επάνω μέρος του (κουτεπιέ) χτυπούσαμε μόνο σε επίθεση και μάλιστα αν ο αντίπαλος είχε καμφθεί κι ετρέπετο σε φυγή γυρίζοντάς τα νώτα του. Έτσι ήμασταν σίγουροι πως δεν θα σπάσουμε το δικό μας καλάμι, από την άμυνα του άλλου.
Το χτύπημα με τη μύτη το λέγαμε "ζουρνά" ή καρφί ή καρφωτή κλοτσιά! Το χτύπημα με το επάνω μέρος της καμάρας του πέλματος (κουτεπιέ) το λέγαμε…."κουταλάτο", δηλαδή την κλοτσιά αυτή τη λέγαμε "κουταλάτη".
Πλάκα είχε όταν δεν βρίσκαμε τοίχο να στηριχτούμε. Τότε βάζαμε κάποιον από τους δικούς μας να μας πιάνει ή καλλίτερα εμείς να πιανόμαστε από τον ώμο του (πολλές φορές κρεμασμένοι κι από το σβέρκο του) κι έτσι προχωρούσαμε με το πόδι σηκωμένο μέχρι να βρούμε την ευκαιρία να δώσουμε το …καίριο χτύπημα. Τα μικροχτυπηματάκια ήταν κάτι σαν τα ξιφουλκήματα και τα ξιφογλειψίματα των ξιφομάχων πριν το θανατηφόρο τρύπημα.
Το ίδιο έκαναν και οι ατίπαλοι. Έτσι με το πόδι μετέωρο να πηγαινοέρχεται, πίσω μπρος, δεξιά αριστερά, πάνω κάτω,  ζυγιάζοντας με λοξή ματιά το αντίπαλο, και καραδοκώντας για την κατάλληλη στιγμή που θα πετυχαίναμε τη δυνατή κλοτσιά που θα τον εξουδετέρωνε!
Η κλοτσιά στο καλάμι προκαλούσε πόνο κι ανάγκαζε τον αντίπαλο να τσιρίζει από τον πόνο, πέφτοντας κάτω ή χοροπηδώντας στο ένα πόδι αλλά , οπωσδήποτε, εγκαταλείποντας τη μάχη.
Η κλοτσιά στο μηρό ή στα οπίσθια δεν πονούσε τόσο αλλά κλόνιζε την ισορροπία κι έριχνε κάτω τον …εχθρό!
Ό,τι κι αν συνέβαινε από τα δυο η μάχη είχε κερδιθεί. Ο αντίπαλος έπεφτε κάτω κι εμείς ορμούσαμε καταπάνω του και τον ταράζαμε στις κλοτσιές.
Κατά ένα περίεργο λόγο και χωρίς ποτέ να έχει ειπωθεί ρητά, τα χτυπήματα (κι όταν ακόμα ο αντίπαλος ήταν αδύναμος να υπερασπισθεί τον εαυτό του), ήταν μόνο κλοτσιές κι όχι μπουνιές ή σφαλιάρες ή χτυπήματα με ξύλα και πέτρες.
Ακόμα κι όταν πιανόταν αιχμάλωτος και τον τραβολογούσαμε σβαρνίζοντάς τον προς τα "εδάφη" μας, μόνο κλοτσιές του δίναμε όλοι όσοι βρισκόμασταν γύρω του εκείνη τη στιγμή.
Σε τέτοιες περιπτώσεις έπεφτε πολύ ξύλο. Για να κυριολεκτούμε πολλή κλοτσιά. Μόνο ένας τρόπος υπήρχε να σωθεί ο αιχμάλωτος: Να βρεθεί κάποιος τολμηρός από την ομάδα του και να ορμήσει αιφνίδια κατεπάνω μας, παρασύροντας κι ανατρέποντας τους πάντες.
Τότε , έβρισκε την ευκαιρία ο αιχμάλωτος, αν εν τω μεταξύ δεν είχε λιποθυμήσει από τις κλοτσιές, να το σκάσει με τη βοήθεια του ελευθερωτή του.

Οι μάχες δίνονταν  στους χώρους γύρω από το σχολείο. Οι αστρέχες του σχολείου ήταν ό,τι καλλίτερο στην αρχή. Επειδή όμως ήταν μικρός ο χώρος,  πολύ γρήγορα οι πολεμικές μας επιχειρήσεις εξαπλώνονταν στα υπόστεγα της εκκλησίας της Παναγίας, στο χώρο που βρίσκεται πλάι στο σχολείο ανάμεσα στην Παναγία και τον τοίχο της πλατείας του Αγινκόλα, στο δρόμο που περνάει δίπλα στην πλατεία (προς τη μεριά του Κορδίλα) και φτάνει μέχρι του Ζιούρκα και το καμπαναριό αλλά και από την άλλη μεριά στα στενά του Καρακίτσιου μέχρι και την αυλή του Τσιγάρη.
Σ' αυτούς τους χώρους διεξάγονταν οι μάχες των διαλειμάτων.

Πολλές φορές,  μετά το σχολείο,  φεύγοντας τα απανάρια από την βορειοανατολική πλευρά, δηλαδή τη δεξιά όπως κοιτάμε προς το σχολείο, κι οι άλλοι , δηλαδή τα ακατνάρια, από το στενό του Καρακίτσιου για τον κεντρικό δρόμο, έκαναν αμφότεροι στροφή και συναντιόνταν στην πλατεία του Αγινκόλα. Εδώ υπήρχε τεράστιο πεδίο δράσης. Πολλά τα ντουβάρια για στήριξη και προφύλαξη, στενά για στρίμωγμα γύρω από το καμπαναριό, ανισοϋψή επίπεδα (πεζούλια) για φόρα κι αιφνιδιασμό αλλά και δέντρα (τότε υπήρχαν δυο έλατα, ακριβώς πάνω από το σχολείο, μια καρυδιά, στην είσοδο της πλατείας, κι ένα κυπαρίσσι, νομμίζω) για ελιγμούς και καταφύγιο σε περίπτωση καταδίωξης.

Αυτές οι συρράξεις που ξεσπούσαν μετά το σχόλασμα ήταν  πολύ άγριες κι έφταναν πολλές φορές σε εκδηλώσεις απίστευτης βαρβαρότητας. Διαρκούσαν μέχρι να πέσει το σκοτάδι. Ευτυχώς που τότε δεν είχαμε ηλεκτρικό. Αλλιώς θα συνεχίζονταν ως τα μεσάνυχτα.

Για να είναι κανείς καλός παίχτης (πολεμιστής ή μαχητής, θα έλεγα εγώ) έπρεπε να έχει τόλμη, σβελτάδα, δύναμη στα πόδια και δεξιότητα στη χρήση της κλοτσιάς!
Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι παληκαράδες κι από τις δυο πλευρές! Θα αναφέρω όσους θυμάμαι.

Από τα απανάρια φόβος και τρόμος ήταν ο Γκουντής ο Ρήγας κι οι αδελφοί Πατριώτα. Επίσης δυνατός αλλά όχι τόσο βάρβαρος ήταν ο Τιουτζιούλας.  Ο Καραμάνης (ο Ζαφείρης, νομίζω, ίσως και Βαγγέλης) ήταν πολύ μουλοχτός και ερχόταν από κει που δεν τον περίμενες. Σκληρός παίχτης ήταν κι ο Γιάννης ο Σφυρής αλλά κι άλλοι που τώρα μου διαφεύγουν ή δεν είμαι απόλυτα βέβαιος για τα ονόματά τους.
Από τα ακατνάρια ήταν ο Τάκης ο Καρκαβέλης, οι αδελφοί Βούρτουρα,  ο Σουγιάνης, οι Κανδηλάρηδες Γιώργος και Γιάννης, ο Βάιος Μπάτσικας, ο Γκαλιάκης (του Μήτσιου του τσαγκάρη), ο Γρηγόρης ο Μπλέτσας, ο Βαγγέλης ο Μούμος, ο Χρήστος ο Μπελιάς του Κώστα, ο Θωμάς ο Τσαγκάλης κι άλλοι.

Ωστόσο, θυμάμαι σαν από παραμύθι, κάποιους από παλιότερες ηλικίες, που διέπρεψαν και διακρίθηκαν και σε άλλες παλληκαριές, όπως στο Χιονοπόλεμο, στον πετροπόλεμο στην κλοπή κέδρων κι άλλων παιδικών ανδραγαθιών για την εποχή εκείνη. Ήταν ένας Κρανιώτης (δεν θυμάμαι το μικρό όνομα) ένα Νίκος Γκουντάρας της Ρήνης , ο Λάκης Γκαντέμης, ο Γουργιώτης(του Γρηγόρη γιος ο μεγάλος)  κι από τα ακατνάρια ο Μήτσιος της Λίαινας (Ευσταθίου), ο Αλέξης ο Μασούρας, ο Σταύρος ο Ποτός, ο Κώστας ο Καλαγιάς, ο Γιώργος ο Μπελιάς ,  ο Βασίλης ο Βλάχος κι ο αδερφός του Μήτσιος (Σαλιάγκας) κι άλλοι.


Πέρα από όλες τις άλλες πολεμικές αρετές , ικανότητες και δεξιότητες που έπρεπε να έχει ένας καλός παίχτης-πολεμιστής, ειδικά για τις 'Κλοτσιές" έπρεπε να έχει  προπαντός καλό και δυνατό όπλο!

Το όπλο στην περίπτωσή μας ήταν το …παπούτσι!
Τα παπούτσια τότε γίνονταν επί παραγγελία στους τσαγγάρηδες. Ήταν από χοντρό εγχώριο δέρμα με χοντρές (διπλές) σόλες με πεταλάκια και πρόκες.  Όσο πιο χοντρά και σκληρά ήταν τα παούτσια κι όσο περισσότερες πρόκες και πεταλάκια είχαν τόσο πιο  δυνατά χτυπήματα έδιναν κι εξασφάλιζαν στον κάτοχό τους  πιο μεγάλη  μαχητικότητα.
Λίγο πολύ όλοι τέτοια παπούτσια είχαμε αλλά μερικοί  τα φτειάχναν  μόνοι τους  ενισχυμένα!  Τα γέμιζαν με πρόκες και πεταλάκια.  Σε μειονεκτική θέση ήταν όσοι είχαν λαστιχένια ή πέτσινα αλλά ετοιματζήδικα. Ήταν πιο μαλακά κι οι κλοτσιές  που έδιναν ανώδυνες.

Ο Τάκης ο Καρκαβέλης, από την Αλευριά, είχε τοποθετήσει στις μύτες των παπουτσιών του καρφιά, έτσι ώστε το αιχμηρό άκρον τους, η ακίδα, να βλέπει ίσια  μπροστά.  Θεωρώ περιττό να πω πως όταν κλοτσούσε με τη μύτη… κάποιοι βέλαζαν από τον πόνο.

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Παιχνίδια στη Μελίβοια στη δεκαετία του '50


ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ

Παίζαμε κι εμείς , όταν ήμασταν παιδιά, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου.
Μονο που, τα δικά μας τα παιχνίδια, δεν ήταν μόνο τα γνωστά και συνηθισμένα, όπως : κρυφτό, κυνηγητό και τα τοιαύτα.
Αν η “πενία” –στους μεγάλους- “τέχνας κατεργάζεται”, η  ανέχεια –στα παιδιά- πυροδοτεί τη φαντασία  και την καθιστά άκρως εφευρηματική.
Στα χρόνια μας ήταν πιο εύκολο να φαντάζεσαι πως θα φτειάξεις , ας πούμε, ….ένα ελικόπτερο, παρά να σκεφτείς να ζητήσεις από τους γονείς σου να σου αγοράσουν ένα τόπι. Το αγορασμένο παιχνίδι δεν ήταν απλώς κάτι το σπάνιο αλλά …αδιανόητο! Και πώς θα μπορούσε να σκεφτεί γονιός να αγοράσει παιχνίδια για το παιδί του , τη στιγμή που  -πολλές φορές- αδυνατούσε να του πάρει παπούτσια για τα  ξυπόλυτα ποδάρια του.
Ο πατέρας μου, ελαφρύ το χώμα που τον σκέπασε,  ξόδευε κάθε χρόνο -στο πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου στην Αγιά- το τεράστιο ποσό της μισής δραχμής  ( χιλιάρικο λέγαμε τότε τη δραχμή και τη μισή πεντακοσάρικο) ….για να μου αγοράσει  ένα βατραχάκι που το πατάς και κάνει τρκ-τρακ ή ένα φρουρού που το φυσάς και ξεδιπλώνεται …σφυρίζοντας!
Και το καμάρωνε όσο δεν φαντάζεστε!  …κι εγώ χαιρόμουνα λες και μου χάρισαν τον ουρανό με τ’ άστρα!

Κι όμως!  Αυτή την –έστω κι απόλυτα δικαιολογημένη-  τσιγκουνιά των γονιών μας την αναπλήρωνε θαυμάσια η  πλούσια φαντασία μας κι η οξυδερκής παρατηρητικ μας ﷽﷽﷽﷽﷽τικιδασκευ χρόνο στο πότητά μας, καθώς κι η πολυσχιδής εφευρηματικότητά μας που απλόχερα ξοδεύαμε για την επινόηση παιχνιδιών ή την κατασκευή αθυρμάτων.

Αν επιχειρούσα να ομαδοποιήσω  τα παιχνίδια μας, θα τα χώριζα σε δυο μεγάλες κατηγορίες:
·      Τα αναγωνιστικά, και
·      Τα συμμετοχικά – ψυχαγωγικά παιχνίδια.
Μερικοί  τα ξεχωρίζουν σε ομαδικά και …ατομικά!  Προσωπικά, πιστεύω πως δεν υπάρχουν αμιγώς ατομικά παιχνίδια.  Σήμερα με την προχωρημένη τεχνολογία και την απομόνωση των παιδιών στους τέσσερις τοίχους του δωματίου τους , ίσως και να υπάρχουν. Σε μας  όμως, τότε , όλα τα παιχνίδια ακόμα κι εκείνα που  θα μπορούσαν να  παίζονται μόνο από ένα παιδί , ήταν ομαδικά. Κι αν ακόμα δεν χρειαζόταν η ενεργός συμμετοχή  των άλλων, ήταν οπωσδήποτε απαραίτητη η παρουσία τους.
Κανένας, ας πούμε, δεν πήγαινε να πετάξει μόνος του τον αετό του. Ούτε έμεινε στην αυλή του και γύριζε μοναχός τη σβούρα του (σφούρλα, τη λέγαμε εμείς).

ΤΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ  ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΑΣ

Με πολλή επιείκεια χαρακτηρίζω αυτά τα παιχνίδια ως ανταγωνιστικά. Κανονικά θα έπρεπε να τα ονομάσω πολεμικά.
Δεν ξέρω αν ήταν ο απόηχος του αλβανικού έπους ή η κατάρα του εμφυλίου, αλλά πολύ συχνά ακουγόταν η πολεμική ιαχή: ΑΕΡΑ!!
-Αέρα, …τα απανάρια!!!
-Αέρα, … τα κατνάρια!!!
Απανάρια ήταν τα παιδιά των  “επάνω” μαχαλάδων!
Κατνάρια ή κι ακατνάρια ήταν οι άλλοι , των κάτω μαχαλάδων.
Οι κάτω κι οι απάνω! Όπως λέμε: οι βόρειοι κι οι νότιοι!

Ξεκινώντας από τη Μεγάλη Βρύση και προχωρώντας μέχρι και τον Αγινκόλα , δηλαδή,  φθάνοντας στο Δημοτικό Σχολείο,  όλα τα σπίτια που βρίσκονταν στο αριστερό μας χέρι ανήκαν στους επάνω μαχαλάδες. Ενώ όλα όσα ήταν στη μεριά του δεξιού μας χεριού, ανήκαν στους κάτω μαχαλάδες.
Η Αλευριά που αφήναμε πίσω μας , κατά  κανόνα, πήγαινε με τα κατνάρια, ενώ , αντίστοιχα, πήγαιναν με τα απανάρια
όλοι όσοι  έμεναν  πέρα από το Δημοτικό Σχολείο  και κάτω από το κεντρικό δρόμο που βγάζει στην Παναγία Πατσιούκα.

Οι μεγάλοι αντίπαλοι, κατά κύριο λόγο, ήταν   η Γκορτσιά κι ο Κούκουρδας. Οι επάνω κι οι κάτω.

Οι συρράξεις μας ήταν συχνές κι έντονες. Τόσο έντονες που  οι σημερινές συγκρούσεις των διαδηλωτών με τα ΜΑΤ είναι απλώς παιχνιδάκια. Ευτυχώς που τότε δεν ξέραμε τι θα πει μολότωφ. Έτσι και το ξέραμε , μπορεί και να είχαμε κάψει το χωριό ολόκληρο. Όχι, δεν έχω διάθεση για χωρατά! Είναι έτσι όπως το γράφω.

Σας είπα! Ίσως  έφταιγε η μεταπολεμική ατμόσφαιρα της εποχής. Και μη φανταστείτε πως μιλώ για παιχνίδια όπως το “κλέφτες κι αστυνόμοι”,  το α﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽τυνταστεερινστους επάνγ¨καμάν¨ -που είδα, αργότερα,  να παίζουν στην Αγιά- ή τον ψευτοπόλεμο με τα ξύλινα σπαθιά και τα πλαστικά όπλα που αντί για πυροβολισμούς μπορούσες να ακούσεις τα αθώα “μπαμ μπαμ” που έβγαιναν από τα παιδικά στόματα.
Μιλώ για βάρβαρες κι άγριες συγκρούσεις που μετέτρεπαν τους παίχτες σε κανονικούς πολεμιστές.

Ας δούμε , όμως, τώρα ποια ήταν αυτά τα παιχνίδια:
·      Οι κλοτσιές ,
·      Ο πετροπόλεμος,
·      Ο χιονοπόλεμος,
·      Τα τφόξυλα (κουφόξυλα ή φυσοκάλαμα),
·      Φρουτοπόλεμος (με κάθε καρπό που μπορούσαμε, ανάλογα την εποχή, να έχουμε: κορόμηλα, τζιρνίκια (ή τζινιρίκια), βελανίδια , κούμαρα κι άλλα),
·      Τραχανάς  (πέταγμα νερού με τα πόδια) κ.ά.
Τα τρία πρώτα ήταν βίαια και πολύ συχνά αιματηρά. Είχαν σχέδιο δράσης και στρατηγική. Γίνονταν ανάμεσα στις φυσικές ομάδες των μαχαλάδων και κυρίως στις δυο μεγάλες  που, όπως είπα πιο πάνω, ήταν τα απανάρια και τα κατνάρια.
Τα υπόλοια, πιο ήπιας μορφής τα περισσότερα, παίζονταν ανάμεσα σε ομάδες που ορίζονταν με βάση τις ευκαιριακές συμμαχίες,  τις μικρότερες γειτονιές ή μετά από το γνωστό “βγάλσιμο¨, δηλαδή το ρυθμικό τραγούδι  που μετράει δείχνοντας παιδί-παιδί, και “βγάζει” αυτόν στον οποίο τελειώνει ή  με τα πόδια  που  κερδίζει όποιος καταφέρει να ακουμπήσει  το παπούτσι του άλλου προχωρώντας κι οι δυο ταυτόχρονα κι αντίθετα από κάποια απόσταση πόδι-πόδι , τοποθετώντας πάντα τη φτέρνα να ακουμπά στη μύτη του παπουτσιού του καθενός μέχρι να καλύψουν την απόσταση.

Αυτός που “έβγαινε” διάλεγε πρώτος τους συμπαίκτες του και φυσικά έπαιρνε τους καλλίτερους.

Λεπτομέρειες για το πως παιζόταν ξεχωριστά το κάθε παιχνίδι (σύγκρουση) , καθώς και αναμνήσεις από κάποια πρόσωπα και στιγμές του παχνιδιού, θα σας δώσω στο …ΕΠΟΜΕΝΟ!





Πέμπτη 3 Ιουνίου 2010

Παλιά έργα του Αντώνη Γιάγκου.



Φρούτα και ξηροί καρποί.
Ελαιογραφία σε μουσαμά 50 Χ 70 εκατοστά.
Έργο του ζωγράφου Αντώνη Γιάγκου.




Ρόδια κι άλλα φρούτα του φθινοπώρου πλάι σε χάλκινα αγγεία.
Ελαιογραφία σε μουσαμά 50 Χ 70 εκατοστά.
Έργο του ζωγράφου Αντώνη Γιάγκου.



Πανέρι με λουλούδια.
Ελαιογραφία σε μουσαμά 50 Χ 70 εκατοστά.
Έργο του ζωγράφου Αντώνη Γιάγκου.



Αντικείμενα στο τραπεζάκι του ζωγράφου.
Ελαιογραφία σε μουσαμά 50 Χ 70 εκατοστά.
Έργο του ζωγράφου Αντώνη Γιάγκου.




Το γεφύρι του Αλαμάνα στην Αγιά Λάρισας.
Ελαιογραφία σε μουσαμά 60 Χ 90 εκατοστά.
Έργο του ζωγράφου Αντώνη Γιάγκου.





Άλογα στην καταιγίδα.
Ελαιογραφία σε μουσαμά 70 Χ 100 εκατοστά.
Έργο του ζωγράφου Αντώνη Γιάγκου.



Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

Η Ώρα της Γης


*Η Ώρα της Γης, Σάββατο, 29 Μαρτίου 2008, 8 - 9 το βράδυ *

*Δες την αλλαγή που μπορείς να κάνεις*

Όλα ξεκίνησαν στο μακρινό Σίδνεϊ της Αυστραλίας, όταν στις 31 Μαρτίου
2007, στις 7:30 το βράδυ, 2,2 εκατομμύρια κάτοικοι έβγαλαν τις
συσκευές του σπιτιού τους από την πρίζα και έκλεισαν τα φώτα τους,
απολαμβάνοντας μία ώρα ησυχίας στο σκοτάδι. Τα μεγαλύτερα μνημεία της
πόλης σκοτείνιασαν και ακόμη και γάμοι έγιναν υπό το φως των κεριών.
Αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί η κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος κατά
10,2%, μέγεθος που ισοδυναμεί με την απομάκρυνση 48.000 αυτοκινήτων
από το δρόμο για μία ώρα.

"Και τι μ' αυτό;" θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος.
Ο σκοπός της εκστρατείας ήταν διπλός: αφενός να κινητοποιήσει τον
κόσμο να δείξει την ευαισθητοποίηση του για το καυτό θέμα της υπερθέρμανσης του
πλανήτη, και αφετέρου να καλλιεργήσει ανάλογη στάση ζωής στην
καθημερινότητα των συμμετεχόντων. Η ατομική δράση, σε μαζική κλίμακα,
έχει αποδείξει ότι μπορεί να κάνει τη διαφορά και να φέρει την αλλαγή.

Φέτος, η Ώρα της Γης (Earth Hour) πήρε παγκόσμιες διαστάσεις, καλώντας
άτομα και επιχειρήσεις από όλο τον κόσμο να σβήσουν τα φώτα τους για
μία ώρα το Σάββατο, 29 Μαρτίου 2008, μεταξύ 8 και 9 το βράδυ.

Την παγκόσμια προώθηση της εκστρατείας έχει αναλάβει η περιβαλλοντική
οργάνωση WWF. Στην Ελλάδα λόγω έλλειψης επίσημου οργανωτικού φορέα, το
θέμα αφήνεται στα χέρια μας. Στην Αίγινα έχει ήδη δημιουργηθεί ένας
μικρός ανεξάρτητος οργανωτικός πυρήνας, ενώ η Αθήνα παραμένει προκλητικά
αμέτοχη.

Όχι για πολύ...

Για τρόπους που μπορείτε να βοηθήσετε και περισσότερες πληροφορίες
γράψτε μας στο earthhour@mail.gr mailto:earthhour@mail.gr>, και
επισκεφθείτε τις

ιστοσελίδες www.earthhourhellas.wordpress.com
και www.earthhour.org

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

Φρούτα

Φρούτα

Μια ζωγραφιά με έντονο κοντραστ!

Ελαιογραφία σε μουσαμά 60Χ80 εκατοστά.
Έργο του Αντώνη Γιάγκου.
Blogged with the Flock Browser